Ενα πρωί ξεκίνησα να πάω στον Ελικώνα
κι ίδρωσαν οι παλάμες μου λες κι έκανα αγώνα.
Ητανε όλοι τους εκεί, πιο παλαβοί από 'μένα
μα το δικό μου το τουτού δεν μοιάζει με κανένα.
Γιατ' είναι κατακκόκινο,μοιάζει με πασχαλίτσα
κι ας μου το λέει πορτοκαλί ο Σπύρος η μουχρίτσα.
Ηταν και τ'άλλα όμορφα, ψεύταρος δεν θα γίνω
καθένα είχε τη χάρη του,μα τον καφέ που πίνω.
Κονβόι προχωρούσαμε σα να 'μασταν ιππότες
και μες στις Θήβας τα στενά μας πέταγαν κυλότες.
Γιατί είμαστε ομορφόσογο εμείς οι Αγγλοι λόρδοι
δεν είμαστε Ασσιάτισες που παν΄λες κι είναι πόρδοι
Τα εμπόδια περάσαμε γελώντας,τραγουδώντας
και στις λασποανηφοριές πηγαίναμε γαμ...ντας.
Ζημιά καμμιά δεν πάθαμε μας φύλαξε ο Θεούλης
να σκάσει απ' τη ζήλεια του ο κάθε καημενούλης.
Μ'αυτά και άλλα όμορφα έφτασε και το βράδυ
και η παρέα χώρισε μες στο βαθύ σκοτάδι.
Μα εγώ έξω απ' το σπίτι μου ακόμα το παλεύω
γιατί απ΄το landrover μου δεν θέλω να κατέβω.