ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΠΗΡΑΣ
…Νιάλα… Και ξάφνου, να, λίγο πιο κάτω απ’ το διάσελο, δε θα ήταν σε περισσότερο από 100, ειλικρινά, μέτρα, είδα τη φιγούρα, ενός μεγάλου, γκρίζου με τα χρώματα του καλοκαιριού, λύκου.
Στάθηκα αποσβολωμένος, αρκετή ώρα ακίνητος, κοιτώντας τον με αισθήματα ανάμικτα, φόβου και θαυμασμού. Καθόταν όρθιος και ακίνητος και με κοιτούσε κι αυτός, σίγουρα με περιέργεια, ίσως και με λίγο φόβο, γιατί γιάυτόν ήμουν ο μεγάλος εχθρός…
Κανένας δεν με πίστεψε εκείνο το βράδυ.
«Μπα, θάταν κανά τσοπανόσκυλο», «ε, και τι έγινε». Μόνο ο γερό Δημόπουλος, ένας γλυκύτατος τσομπάνος, πούχαν δεί πολλά τα μάτια του, με πίστεψέ. «
Πρέπει νάναι ο μοναχόλυκος, που παρακολουθεί το κοπάδι μου», μου είπε. «Προχθές μ’φαγε, μια προβατίνα γαλάρα. Αμ τι να κάνει κι αυτός, πείναγε. Οι λύκοι είναι για να τρων τα πρόβατα: έτσι τους έφτιακε ο θεός». Τα λόγια του με συγκλόνισαν. Και ήταν τα λόγια τα βιοκεντρικά κάποιου, που μόλις είχε υποστεί ζημία απ’ το λύκο….
……
… Ήταν νωρίς το απόγευμα, του Ιούλη το ’83, όταν η φυσιολατρική μας ομάδα προσέγγισε το όμορφο χωριό, της ορεινής Ευρυτανίας. (Και τι σημασία έχει το όνομα του).
Είμαστε κουρασμένοι, μετά από 8μιση ώρες πεζοπορία και το βάρος του γεμάτου σακιδίου, μας επέβαλε μια στάση στην πλατεία του χωριού, την οποία και προσεγγίσαμε σχεδόν τρέχοντας με σκοπό να βγάλουμε τα άρβυλά μας και να ξεκουραστούμε. Τα καφενεία της όμως ήταν άδεια και πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω από τον πλάτανο του χωριού. Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί, κι αντικρίσαμε το πιο βάρβαρο θέαμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Δεμένος με μια χοντρή αλυσίδα στα πόδια, και με το αίμα να τρέχει απ’ το σπασμένο, προφανώς από πυροβολισμό πόδι του, ένας λύκος σφάδαζε ουρλιάζοντας, από τις πέτρες που του πετούσε το χωριό. Και κυριολεκτικά, φίλοι αναγνώστες τις πέτρες του τις πετούσε ολόκληρο το χωριό. Γέροι, νέοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά…
«Τι έκανε ρε πατριώτη», ρωτώ τον πρώτο τυχόντα.
«Αμ, έφαγε μια προβατίνα», μου αποκρίθηκε.
«Δεν πιστεβ’ν’τον λυπάσι;»
«Όχι, όχι» απάντησα, σχεδόν φοβισμένος, σ’αύτον τον αγριάνθρωπο, που σημάδευε με πέτρες το κεφάλι του ζώου.
Ήταν μια φρικτή εμπειρία, ο ταλαίπωρος ο λύκος, πλήρωνε με τη ζωή του, το μίσος ολόκληρης της ανθρωπότητας, σκέφτηκα, επειδή ήταν ελεύθερος.
Όμως αισθάνθηκα πολύ μικρός για να επέμβω. Κάπου μου πέρασε η ιδέα κάτι να πω, όμως τα βλέμματα, τα γεμάτα μίσος και κακία αυτών των ανθρώπων, που αφού σταμάτησαν να πετάνε πέτρες, πήραν ραβδιά και κτυπούσαν το λύκο όπου εύρισκαν και πολλών εκ των οποίων τα χέρια είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα του ανυπεράσπιστου ζώου, λειτούργησαν ανασταλτικά. Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει είχα προδώσει στο πρόσωπο μάρτυρα των λύκων, όλους τους λύκους. Και αισθάνομαι τύψεις ακόμα και σήμερα, φίλες και φίλοι που δεν μπόρεσα να κάνω, τότε, κάτι για τον συγκεκριμένο λύκο…
Πλησίασα πιο κοντά. Ο λύκος, με το αίμα να αναβλύζει από παντού, έπνεε τα λοίσθια. Κάτι με έσπρωξέ να τον κοιτάξω στα μάτια. Ανατρίχιασα με τη σκέψη, ότι θα μπορούσε να ήταν ο λύκος της Νιάλας, που τόσο φιλεύσπλαχνα τον συγχώρησε ο γερο – τσομπάνης. Λες; Αποκλείεται!
Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ο λύκος της Νιάλας ήταν γέρικος, όπως κι αυτός, μπα… θαχει πεθάνει. Οι λύκοι δεν ψοφάνε, πεθαίνουν όπως κι εμείς…
Τον κοίταξα στα μάτια, την ώρα που πέθαινε. Γύρω το παρδαλό πλήθος παραληρούσε. Δεν υπάρχει οίκτος στην κοινωνία αυτή για τους λύκους. Τον κοίταξα στα μάτια. Στα μικρά μαύρα μάτια του, διέκρινα μια μικρή λάμψη, που ξεμακραίνει στα μάτια ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου. Ο λύκος πέθαινε όπως ο άνθρωπός…
Από το
http://www.off-road.gr/article13.html