Περί Πολέμου.
Από αυτή τη στήλη στο παρελθόν, έγινε πολλάκις αναφορά στην γεωστρατηγική, ως βασικότατο θεωρητικό υπόβαθρο, στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας ενός σύγχρονου κράτους. Ένα από τα βασικά εργαλεία της γεωστρατηγικής ενός κράτους, απετέλεσε, αποτελεί και σαφώς θα συνεχίσει να αποτελεί η στρατιωτική δύναμη, στην αμυντική της έκφανση και όχι μόνο. Από τους πλέον σημαντικούς στρατιωτικούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, ο Καρλ φον Κλάουσεβιτς, στο έργο του ‘Περί Πολέμου’, ανέφερε χαρακτηριστικά πως ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, άποψη η οποία προήλθε από τις εμπειρίες των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Από τότε παρήλθε πολύς χρόνος και συνέβησαν πολλά. Πρό και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η αρχή του φον Κλάουσεβιτς προσαρμόστηκε, ή κατά άλλους διεφθάρη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται πως ο πόλεμος αποτελεί αυτοσκοπό και πεμπτουσία του σύγχρονου κράτους. Ανώτατοι στρατιωτικοί όπως ο Γερμανός στρατηγός Λούντεντορφ έφτασαν στο σημείο να μιλάνε για τον και να πιστεύουν ακράδαντα στον Απόλυτο Πόλεμο, τουτέστιν στην πλήρη υποταγή της κοινωνίας και της οικονομίας (και της πολιτικής) στον υπέρτατο σκοπό, που εθεωρείτο ο επεκτατικός πόλεμος. Η έλλειψη προσαρμοστικότητος και η για πολλούς αναλυτές μυωπική επόπτευσή των πραγμάτων και κυρίως των δραματικών μεταβολών στην παραγωγική και στρατιωτική τεχνολογία, οδήγησε στα λουτρά αίματος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αν και αυτή είναι μια εξ απαλών ονύχων ανάλυση. Χαρακτηριστικές αναλύσεις αναφέρουν πως οι τότε στρατηγοί προσπάθησαν να πολεμήσουν με τη νοοτροπία και τις τακτικές προηγουμένων εποχών και συγκρούσεων, τη στιγμή που τα μέσα και οι δυνατότητες είχαν αλλάξει δραματικά.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος απετέλεσε μια συνέχιση της απολυτότητος του πολέμου και της μαζικότητας των μέσων, που απετέλεσαν χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής της βιομηχανικής επαναστάσεως και των γραμμών παραγωγής. Οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπάθησαν κυρίως να επιβληθούν επί των αντιπάλων τους, δια υπερτέρων στρατιωτικών δυνάμεων και κυρίως δια της προσπάθειας παραγωγής όλο και περισσότερων οπλικών συστημάτων. Ορισμένοι μάλιστα αναλυτές αναφέρουν πως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με σχετικά απλά μέσα και κατέληξε να διεξάγεται με πολύπλοκά και πολύ εξελιγμένα οπλικά συστήματα, ηλεκτρονικά, ραντάρ, κατευθυνόμενα όπλα, αεριωθούμενα αεροσκάφη, διηπειρωτικά βομβαρδιστικά και βαλλιστικούς πυραύλους. Το επιστέγασμα της μαζικότητας απετέλεσε με τον ηχηρότερο τρόπο η επιχειρησιακή χρησιμοποίηση του μαζικότερου ως τότε όπλου, της ατομικής βόμβας, επί και κατά Ιαπωνικού εδάφους, αν και όπως διαφαίνεται, τις μεγαλύτερες και μαζικότερες απώλειες επέφεραν πολύ πιο συμβατικά μέσα, όπως τα στρατηγικά βομβαρδιστικά, που με την χρησιμοποίηση συμβατικών εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, ισοπέδωναν εν μια νυκτί, ολόκληρες πόλεις.
Η απολυτότητα του πολέμου έφθασε σε τέτοιο βαθμό, στη μεταπολεμική εποχή, που η άμεση αντιπαράθεση με τη χρήση όπλων πυρηνικής τεχνολογίας κατέστη αδιανόητη. Αυτό αποκρυσταλλώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο δόγμα του Ψυχρού Πολέμου ‘Αμοιβαία Βεβαία Καταστροφή’ (Mutually Assured Destruction – MAD- ακρωνύμιο που στην αγγλική σημαίνει τρέλα). Η απολύτως βεβαία καταστροφή όλων των εμπλεκομένων, και όχι μόνο, σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, οδήγησε την κυβέρνηση Κέννεντυ στη διαμόρφωση ενός συμπληρωματικού δόγματος που ονομάστηκε ‘Ευέλικτη Απάντηση’, σύμφωνα με το οποίο η χρήση πυρηνικών όπλων ήταν μέρος της στρατηγικής και όχι απαραίτητη προϋπόθεση, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια μιας εμπλοκής.
Η σύγχρονη αντίληψη περί διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όμως, άρχισε να μορφοποιείται στην μετά Βιετνάμ εποχή, όταν το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο κλήθηκε να βρει λύσεις στο δυσθεώρητο επιχειρησιακό πρόβλημα αντιμετώπισης των πολυπληθέστατων τεθωρακισμένων Μεραρχιών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η λύση του προβλήματος ήλθε με το δόγμα του Αερο-εδαφικού Πολέμου (Air Land Battle), σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διεξάγονται σε βάθος, στα μετόπισθεν, κατά των εφεδρειών και των κέντρων διοικήσεως του αντιπάλου, με μέσα όπως αόρατα αεροσκάφη, ηλεκτρονικό και πληροφοριακό πόλεμο, έξυπνα όπλα ακριβείας και ρομποτικά συστήματα αναγνώρισης και κρούσης. Το επιθυμητό αποτέλεσμα θα ήταν η πλήρης παράλυση του αντιπάλου και η εκ των έσω κατάρρευση. Πρακτική εφαρμογή του Αερο-εδαφικού Πολέμου απετέλεσε και ο πρώτος πόλεμος κατά του Ιράκ, στα πλαίσια του οποίου ο θεωρούμενος εμπειροπόλεμος και καλά εξοπλισμένος, πλήν δυσκίνητος και πληροφοριακά παρωχημένος Ιρακινός Στρατός κατέρρευσε σε σύντομο χρονικό διάστημα και με ελάχιστες (εννοείται Αμερικανικές) απώλειες.
Τα τελευταία δέκα έτη, το αμερικανικό Πεντάγωνο και οι συν αυτό δεξαμενές εγκεφάλων, προσπάθησαν και προσπαθούν να επεκτείνουν τις δυνατότητες προβολής παραλυτικής στρατιωτικής ισχύος, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με κάθε καιρικές συνθήκες και κατά οποιουδήποτε εχθρού, είτε αυτός είναι ένας συμβατικά οργανωμένος και ‘βαρύς’ στρατιωτικός μηχανισμός, είτε μια ‘τρομοκρατική’ οργάνωση, κατά της οποίας απαραίτητη κρίνεται η χρήση σχεδόν αστυνομικών μεθόδων. Οι ονομασίες των νέων δογμάτων εμφανίζονται πολυπληθείς, από Υπεροχή Πλήρους Φάσματος σε Παγκόσμια Πρόσβαση – Παγκόσμια Δύναμη. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι ΗΠΑ μετατρέπουν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τις ένοπλες δυνάμεις τους σε υπερσύγχρονες, πληροφοριακές, ευέλικτες μονάδες, ικανές θεωρητικά να επιβληθούν επί οιουδήποτε αντιπάλου.
Μάλιστα, στρατιωτικοί αναλυτές χρησιμοποιούν συγκεκριμένη φράση, για να αποτυπώσουν το τι συμβαίνει. Αποκαλούν τις νέες τάσεις Επανάσταση στα Στρατιωτικά Δεδομένα, αποκρυσταλλώνοντας την αντίληψη πως έχουν περάσει πλέον ανεπιστρεπτί οι εποχές τις μαζικότητας των μέσων. Το μέλλον βρίσκεται στην ολοένα αυξανόμενη χρήση έξυπνων οπλικών συστημάτων, ανεπτυγμένων διαδικτυακών υπηρεσιών και χρήση της τρίτης (αεροπορικές δυνάμεις), της τέταρτης (χρόνος λήψης αποφάσεων και εκτέλεσης αυτών – ο οποίος πρέπει να είναι κατά πολύ μικρότερος του αντιπάλου)) και πέμπτης διαστάσεως (διαστημικές δυνατότητες αναγνωρίσεως και επικοινωνιών, μέσω αντιστοίχων δορυφόρων). Στις ΗΠΑ μάλιστα, προ της πρόσφατης εισβολής στο Ιράκ δημιουργήθηκε μεγάλη ακαδημαϊκή διαμάχη, όταν ο υπουργός αμύνης Ντόναλντ Ράμσφελντ έφτασε στο σημείο να προτείνει ακόμα πιο ριζοσπαστικές, ευέλικτες και πολύ λιγότερο απαιτητικές σε ανθρώπινο δυναμικό επιχειρησιακές και τακτικές πρακτικές, οι οποίες έγινα γνωστές ως Σόκ και Δέος. Το σκεπτικό πίσω από όλη αυτή τη στρατηγική ήταν πως με τη χρήση ευέλικτων αλλά παντελώς διαδικτυωμένων και ψηφιακών εναέριων, θαλασσίων και αεροπορικών μονάδων, η κατάρρευση ενός συμβατικά οργανωμένου εχθρού θα ήταν εφικτή, με ακόμα λιγότερους στρατιώτες.
Τα μόνα αντίδοτα, σε αυτή την υψηλής τεχνολογίας επέλαση, φαίνεται να είναι η κατοχή πυρηνικών όπλων, ειδικότερα δε η δυνατότητα ‘παράδοσης’ των όπλων αυτών σε αμερικανικό ηπειρωτικό έδαφος (βλέπε Βόρεια Κορέα) και η επιχειρησιακή χρήση μικρών, ευέλικτων ομάδων, που χρησιμοποιούν κατά περίπτωση υψηλής τεχνολογίας όπλα – ιδίως έξυπνα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά οπλικά συστήματα-, σε συνδυασμό με πρωτόγονες μεθόδους διοίκησης και επικοινωνιών (βλέπε Ιράκ, Αφγανιστάν κλπ).
Στα Ελληνικά δεδομένα διαφαίνεται πάντως πως τις τελευταίες δεκαετίες έχει παντελώς παραμεληθεί η στρατιωτική δυναμική και η προβολή αυτής, ως όργανο της γεωπολιτικής, σε σημείο που αυτή να θεωρείται ένα ιδιότυπο θέμα ταμπού, πραγματικά ακατανόητο, ειδικά για χώρα που όχι μόνον έχει πλουσιότατη στρατιωτική παράδοση, αλλά συνεχίζει να αντιμετωπίζει πληθώρα προκλήσεων, συμβατικών και ανορθόδοξων. Στο επόμενο άρθρο, θα πραγματοποιηθεί μια προσπάθεια ανάλυσης της σύγχρονης Ελληνικής αμυντικής νοοτροπίας (του Αμυντικού Δόγματος αν ήθελε κανείς), στα πλαίσια της προαναφερθείσης Επανάστασης στα Στρατιωτικά Δεδομένα. Και όταν γίνεται λόγος για στρατιωτική δυναμική, δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με μεγαλοϊδεατισμό, αλλά να ερμηνεύεται ως εγγύηση επιβίωσης και ακεραιότητος.
Γεώργιος Καραγιάννης
Δικηγόρος
Μάστερ Σπουδών Πολέμου, King’s College London
Πρώην Αμυντικός Αναλυτής Βρεταννικού Κοινοβουλιου
m3rl1n@otenet.gr